καλουπώνω — καλουπώνω, καλούπωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
καλουπώνω — καλούπωσα, καλουπώθηκα, καλουπωμένος, βάζω σε καλούπι: Καλουπώνει ό,τι φτιάχνει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλούπωμα — το [καλουπώνω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καλουπώνω* … Dictionary of Greek
ακαλούπωτος — η, ο [καλουπώνω] ο ακαλούπιαστος … Dictionary of Greek
καλουπιάζω — [καλούπι] βάζω σε καλούπι, καλουπώνω* … Dictionary of Greek
κασονιάζω — [κασόνι] 1. τοποθετώ πράγματα μέσα σε κασόνια, αποθηκεύω 2. (για κτίσμα) κατασκευάζω ξύλινο περίβλημα, καλούπι, μέσα στο οποίο θα χυθεί κατόπιν το οικοδομικό μίγμα, καλουπώνω («κασονιάσαμε τη γέφυρα και αύριο θα ρίξουμε το μπετόν») … Dictionary of Greek
ξεκαλουπώνω* — αφαιρώ τα καλούπια. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλουπώνω] … Dictionary of Greek
προτυπώνω — προτυπῶ, όω, ΝΜΑ [τυπῶ] σχεδιάζω εκ τών προτέρων το σχήμα ενός αντικειμένου που πρόκειται να κατασκευαστεί μσν. συμβολίζω («τριμερὴς δὲ ἡ ψυχή ἡ ἐν αὐτῷ προτυποῡσα τὴν ἁγίαν τριάδα», Αναστ.) μσν. αρχ. 1. δείχνω εκ τών προτέρων ή προδιαγράφω 2.… … Dictionary of Greek
τυπάζω — ΝΑ [τύπος] προσδίδω τύπο σε κάτι, καλουπώνω νεοελλ. 1. κατασκευάζω καλούπια για πλίνθους ή για τη χύση μετάλλων 2. μτφ. διαπλάθω, διαμορφώνω αρχ. (κατά τον Ησύχ.) «κόπτω» … Dictionary of Greek
φορμάρω — Ν 1. δίνω μορφή, δίνω σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω 2. καλουπώνω 3. μέσ. φορμάρομαι αποκτώ φόρμα, αποκτώ καλή φυσική κατάσταση και καλή ψυχική διάθεση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. formare < forma < λατ. forma «σχήμα, μορφή»] … Dictionary of Greek